- σταμίνεσσι
- σταμίνεςmasc dat pl (epic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σταμίνα — η / σταμίν, ῑνος, ΝΑ νεοελλ. καθένα από τα ορθά ξύλινα ή σιδερένια τεμάχια που συγκρατούν τα σκέλη τών νομέων στον σκελετό τού σκάφους, κν. σκαρμός τής πόστας αρχ. 1. καθένα από τα ορθά ξύλα στα πλάγια τού πλοίου που ξεκινούν από την τρόπιδα και… … Dictionary of Greek